Ιστορικό

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ

Η πρώτη μαρτυρία για την Επισκοπή Πλωτινουπόλεως χρονολογείται στα 434-435, όταν ο επίσκοπος Ιερόφιλος μετατίθεται από την Τραπεζούπολη της Φρυγίας στην Πλωτινούπολη. Στο Συνέκδημο του Ιεροκλέους η Πλωτινούπολη αναφέρεται ως μία από τις επισκοπές της επαρχίας Αιμιμόντου. Στην έκθεση Επιφανίου αναφέρεται τρίτη ανάμεσα στις επισκοπές της Μητρόπολης Αδριανούπολης. Αρκετά αργότερα στα 787 βρίσκουμε την Πλωτινούπολη και το όνομα του επισκόπου της Γεωργίου στα Πρακτικά της Β’ εν Νικαία Συνόδου [μέχρι τον 8ο αιώνα διατηρήθηκε η «επισκοπή Πλωτινόπολης», αν και η έδρα της πρέπει να είχε μεταφερθεί από καιρό στο Διδυμότειχο (λόφος Καλέ). (Ντίνου Χριστιανόπουλου «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου», Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 13)].

Έναν αιώνα πιο μετά, στα 879-880, στη Σύνοδο που συγκαλεί ο Πατριάρχης Φώτιος και επισημοποιεί τις αλλαγές που είχαν προκύψει στο χάρτη της Αυτοκρατορίας συναντάμε για πρώτη φορά την υπογραφή επισκόπου «Διδυμοτείχου». Βλέπουμε ότι ακολουθώντας τη διοικητική διαίρεση η επισκοπή Πλωτινουπόλεως αποσπάται από την επαρχία Αιμιμόντου και προσατράται στην επαρχία Ροδόπης, τώρα πλέον ως επισκοπή Διδυμοτείχου. Στη Notitia του Λέοντος Φιλοσόφου το Διδυμότειχο βρίσκεται στην πρώτη θέση από τις επισκοπές της Μητρόπολης Τραϊανουπόλεως.
Η κατάσταση κατά την οποία η Μητρόπολη Τραϊανουπόλεως διελάμβανε ολόκληρη σχεδόν τη σημερινή Ελληνική Θράκη διατηρείται μέχρι το 1189. Τότε επί αυτοκράτορος Ισαακίου Β΄ Αγγέλου η Μητρόπολη συρρικνώνεται, ενώ η επισκοπή Διδυμοτείχου ανακηρύσσεται σε αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή και παίρνει την 37η θέση στην τάξη πρωτοκαθεδρίας των θρόνων του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το 1206 πέθανε στο Διδυμότειχο, όπου είχε αυτοεξοριστεί, ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Ιωάννης Ι΄ Καματηρός, ενσαρκωτής του πνεύματος της αντίστασης εναντίον των Φράγκων και Βουλγάρων. (Ντίνου Χριστιανόπουλου «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου», Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 16).

Οι αναστατώσεις και ερημώσεις του 13ου και ιδιαίτερα του 14ου αιώνα καθόρισαν σοβαρές ανακατατάξεις και στην εκκλησία. Έτσι στα πλαίσια της γενικότερης προώθησης του Διδυμοτείχου ακουλουθεί και η εκκλησιαστική αναβάθμισή του. Σε εκκλησιαστικό τακτικό της δεκαετίας 1261-1270 η Μητρόπολη Διδυμοτείχου βρίσκεται στην 96η θέση (αλλά ταυτόχρονα και ως Αρχιεπισκοπή στην 40η σειρά). Επί Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου ανέρχεται στην 54η θέση, ενώ επί Ανδρόνικου Γ΄ αναβαθμίζεται περαιτέρω στη 44η θέση.

Το 1324, επί μητροπολίτη Θεόδούλου (1315-1329), η μητρόπολη Διδυμοτείχου φορολογήθηκε με 100 υπέρπυρα, δηλ. τα μισά από ότι η Θεσσαλονική: αυτό δείχνει τη σημαντική άνοδο της μητρόπολης στην εκκλησιαστική ιεραρχία, σε συσχετισμο βέβαια και με τη συρρίκνωση της αυτοκρατορίας.
Το 1347 ο Ιωάννης Καντακουζηνός, με τη βοήθεια των Τούρκων, εισήλθε στην πρωτεύουσα. Αμέσως καθαίρεσε (μετά από Σύνοδο) τον αντίπαλό του πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα και τον εξόρισε στο Διδυμότειχο. (Ντίνου Χριστιανόπουλου «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου», Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 19-21).

Ο εκτεταμένος εξισλαμισμός και η εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα συνεπάγονται τον περιορισμό του ελληνικού στοιχείου σε αστικές νησίδες, ανάμεσα στις οποίες και το Διδυμότειχο. Η περιοχή του Διδυμοτείχου εξακολουθεί επί Τουρκοκρατίας να αποτελεί ιδιαίτερη Μητρόπολη, μία από τις τρεις σταθερές στο χώρο της σημερινής Ελληνικής Θράκης, μαζί με τις Μητροπόλεις της Μαρωνείας και της Ξάνθης. Σε σημειώσεις σε ελληνικό χειρόγραφο του Σινά οι οποίες χρονολογούνται στο 15ο-16ο αιώνα η Μητρόπολη Διδυμοτείχου αναφέρεται στην 140η θέση. Ο Paul Ricaut αναφέρει το 1692 το Διδυμότειχο μεταξύ των επισκόπων οι οποίες εξαρτώνται αμέσως από το Πατριαρχείο μαζί με τη Σωζόπολη, τη Φιλιπούπολη και άλλες πλησίον ευρισκόμενες πόλεις.

Ο Άγιος Δημήτριος, η πλουσιότερη χριστιανική συνοικία της πόλης κατείχε το νοτιοδυτικό τμήμα του Καλέ. Εκεί πιθανότατα θα βρισκόταν το μητροπολικό κτίριο και ο ναός που θα τιμώταν στο όνομα του Αγίου, ενώ ο άγιος Γεώργιος ο Παλαιοκαστρίτης θα ήταν εγκατελειμένος.
Το νότιο τμήμα του κάστρου θα κατείχε η συνοικία του Μοναστηριού. Νομίζω ότι μπορούμε να ταυτίσουμε το χώρο του Μοναστηριού με εκείνο του ναού του Αγίου Αθανασίου. Πρόσφατα δεδομένα, προερχόμενα από ανασκαφική έρευνα που διεξήχθει στο ταφικό παρεκκλήσι βόρεια του ναού οδηγούν το γράφοντα στην εικασία, ότι πιθανότατα μπορούμε να ταυτίσουμε το χώρο με τη Μονή της Οδηγήτριας την οποία ο πατριάρχης Ιωάννης XIV ο Καλέκας μετέτρεψε στα 1340 από γυναικεία και πάλι σε ανδρική.
Η συνοικία του Αγίου Νικολάου θα πρέπει να τοποθετηθεί έξω από το κάστρο, στα δυτικά και βόρεια της θέσης, όπου κατά παράδοση βρίσκεται ο παλαιοχριστιανικός ναός, ο αφιερωμένος στον Άγιο, δηλαδή θα κατείχε κατά προσέγγιση τη θέση, όπου αργότερα βρίσκουμε τα Κουγιουμτζήδικα.

Η συνοικία της Αγίας Σοφίας, μετεγενέστερα γνωστή ως Γιαχούδη βρίσκεται στην περιοχή της πρώτης εκτεταμένης εγκατάστασης των εβραίων στο βόρειο άκρο της πόλης. Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού μας επιτρέπει να ταυτίσουμε το ναό της Αγίας Σοφίας που μέχρι τώρα υπήρχε μόνο ως παράδοση με πραγματικό ναό, εκείνο που προϋπήρχε του πρώτου ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (αυτού του 1806 ). (Στοιχεία της εθνικής βιβλιοθήκης «Κύριλλος και Μεθόδιος» της Σόφιας «17ου αιώνα»). (Αθ. Γουρίδη «ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ», Διδ/χο, Μάιος 1999, σελ. 47).

Σε ότι αφορά την «Τάξη Πρωτοκαθεδρίας των θρόνων» του Οικουμενικού Πατριαρχείου η Μητρόπολη Διδυμοτείχου καταλαμβάνει την 34η θέση σε Συνταγμάτιο (του Χρύσανθου Ιεροσολύμων «Ντίνος Χριστιανόπουλος «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου», Θεσσαλονίκη 1993, σελ 24″) του 17ου αιώνα, 33η το 1715 [Το 1747 βρίσκουμε σύμφωνα με τον Περικλή Ζερλέντη κάποιο μοναστήρι Δελφιώτη στο Διδυμότειχο (Αθ. Γουρίδη «ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ», Διδ/χο, Μάιος 1999, σελ. 51)] και την 30η το 1767. Το 1855 έχει ανέλθει στην 17η θέση, κάτι που αντανακλά τη σημασία της πόλης στους αμέσως προηγούμενους χρόνους. Ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου φέρει τότε τον τίτλο «Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Ροδόπης», κατέχων ήδη από το 18ο αιώνα τον τόπο του Τραϊανουπόλεως. Η ξαφνική παρακμή της πόλης πιθανώς αντικατοπτρίζεται στην πτώση στην 31η θέση το 1862.

Το 1897 ο Διδυμοτείχου βρίσκεται στην 28η θέση, στα 1906, 1923 και 1964 στην 29η θέση και το 1938 στην 40η θέση. Λίγο πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου ανήκουν 53 κοινότητες με 51.136 ορθόδοξους χριστιανούς πατριαρχικούς κατοίκους.Οι «κώδηκες» της Μητρόπολης μας παρέχουν την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι η Εκκλησία έδωσε χρήματα αμέσως μετά την επανάσταση (του 1821) για νεκροθάφτες λοιμικών νόσων (μόρτηδες) και για ελευθέρωση σκλάβων. Αυτό καταδεικνύει αποτελείτο μέγεθος της συμφοράς που είχε αγκαλιάσει την πόλη, αλλά και την ενεργητική διάθεση με την οποία η εκκλησία, παρότι ακέφαλη αντιμετώπισε τις δυσχέρειες. Στο σημείο αυτό πρέπει να προσθέσουμε ότι η εξαγορά σκλάβων είτε από την κοινότητα, είτε από εύπορους πολίτες δεν αποτελεί σπάνιο γεγονός, αλλά επαναλαμβάνεται συχνά καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Εντούτοις παρά τα τρομακτικά εξωτερικά προβλήματα οι εσωτερικές διαμάχες ποτέ δεν έπαυαν. Το 1828 ο Καλλίνικος καταγγέλλεται από τους κατοίκους ως «ταραχοποιός», πιθανότατα λόγω της μη ανεκτής για αυτούς αυστηρότητάς του και του γίνεται σύσταση από το Πατριαρχείο να συμβιβαστεί με τους διδυμοτειχίτες. Νέα καταγγελία ακολουθεί το 1833 η οποία οδηγεί το Μητροπολίτη στο Φανάρι για την απολογία και την τελική αθώωση του.

Τον Απρίλιο του 1828 ξεσπά ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Οι ρώσοι φθάνουν στον Έβρο και η παρουσία τους μένει στη θύμηση των κατοίκων ως Πρώτη Ρωσία. Το τέλος του πολέμου σφραγίζεται με τη συνθήκη της Αδριανούπολης στις 14 Σεπτεμβρίου του 1829 με την οποία αναγνωρίζεται επίσημα η θρησκευτική ελευθερία του χριστιανικού πληθυσμού. Έτσι εκεί όπου οι συνθήκες και τα μέσα των κοινοτήτων το επιτρέπουν οι ταπεινές παλιές εκκλησιές αντικαθίστανται με νέες, μεγάλες, μνημειακές κατασκευές. Η συνήθης μορφή των νέων αυτών ναών αποτελεί εξέλιξη της ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής. Ακολουθεί σε επίσημο επίπεδο η παραχώρηση από την Υψηλή Πύλη σειράς προνομίων προς τις μη μουσουλμανικές κοινότητες. Έτσι η θέσπιση του Τανζιμάτ στη Θράκη το 1839 και η εισαγωγή δύο μεταρρυθμιστικών φάσεων, του Γκιουλχανέ Χάττι Σερίφ το 1839 και του Χάττι Χουμαγιούν το 1856 που προέβλεπαν ισονομία και ισοπολιτεία μεταξύ όλων των υπηκόων της αυτοκρατορίας έθεσε νέες βάσεις για την ανάπτυξη των υποδούλων και πρόσφερε ουσιαστική βελτίωση στην κατάσταση των χριστιανικών αστικών πληθυσμών. (Αθ. Γουρίδη «ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ», Διδ/χο, Μάιος 1999, σελ. 61).

Τη βία της εποχής δεν απέφυγε ούτε η θρησκευτική ηγεσία. Στις 21 Αυγούστου 1917 ο Μητροπολίτης Φιλάρετος μετά από προηγηθείσα έρευνα και περιορισμό του στη Μητρόπολη εκτοπίζεται στο μοναστήρι Καπνόφσκι στο Βελίκο Τύρνοβο της Βουλγαρίας. Από εκεί μεταφέρθηκε στη Σόφια όπου έμεινε έως το 1919. Στο Διδυμότειχο επέστρεψε μόλις στα τέλη Νοεμβρίου του έτους αυτού. Στη θέση του τοποθετείται αρχιερατικός επίτροπος από το σχισματικό μητροπολίτη Κομοτηνής, τον πρώην Σκοπίων Θεοδόσιο ο οποίος άρπαξε την πολύτιμή βιβλιοθήκη του Φιλάρετου που μεταξύ άλλων περιλάμβανε σπανιότατα χειρόγραφα.

Ο Θεοδόσιος ανοίγει τις εκκλησίες και αποφυλακίζει τους ιερείς, υποχρεώνοντάς τους στη μνημόνευση του ονόματός του και σε κάποιες περιπτώσεις στην τέλεση των ιεροπραξιών στα βουλγαρικά. Ταυτόχρονα όλοι οι κάτοικοι αναγκάζονται να δηλώσουν εγγράφος βουλγαρική καταγωγή. (Αθ. Γουρίδη «ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ», Διδ/χο, Μάιος 1999, σελ. 78).
Το 1924 το Σουφλί αποσπάται από το Διδιμότειχο και σχηματίζει δική του Μητρόπολη (υπÙ αριθ. 3987, Οκτώβριος 1924, απόφαση της Ι. Συν. του Οικ. Πατριαρχείου) με πρώτο Μητροπολίτη το Νεόφυτο Γκοτζαμάνη (1924-1926) και δεύτερο και τελευταίο και τελευταίο τον Ιωακείμ Καβύρη (1926-1934), ο οποίος μετά μετατέθηκε στην Αλεξανδρούπολη (Σ. Ζεχερλή «Οι ρίζες της Θράκης μας», Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 132). Το 1931 καταργείται η προσωρινή Μητρόπολη Νέας Ορεστιάδος που είχε δημιουργηθεί στη θέση της Μητρόπολης Αδριανουπόλεως και όλες οι ενορίες της αποδίδονται στην Μητρόπολη Διδυμοτείχου. Τον Ιούνιο του 1934 καταργείται και η Μητρόπολης Σουφλίου και ενσωματώνεται στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου η οποία πλέον ονομάζεται Μητρόπολης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου, ενώ ο Μητροπολίτης έχει τη φήμη «Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Ροδόπης και παντός Αιμιμόντου». Σήμερα η Μητρόπολη διαλαμβάνει 103 Ενορίες και ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου καταλαμβάνει την 29η θέση στην «Τάξη Πρωτοκαθεδρίας».
Την 7η Απριλίου 1941, επομένη της εισβολής των γερμανών μέσω Βουλγαρίας στη Βόρεια Ελλάδα, η μόνη αρχή που παραμένει στην περιοχή είναι ο μητροπολίτης Ιωακείμ Σιγάλας, ο οποίος αυτοορίζεται Κυβερνήτης και εγκαθιστά το αρχηγείο του στην πλατεία του Διδυμοτείχου. Ο αρχιερέας συνιστά «πολιτοφυλακή» και με τη βοήθεια των τοπικών αρχόντων οργανώνει την περιοχή και με συνεχείς περιοδείες επάνω σε ένα μόνιππο, η με τα πόδια, ελλείψει άλλου μέσου εμψυχώνει τους πανικοβλημένους κατοίκους της επαρχίας του. Ο Ιωακείμ συνεχίζει τη δράση του και αμέσως μετά την έλευση των γερμανών. Οι τελευταίοι ανακοινώνουν ότι αναγνωρίζουν τις τοπικές ελληνικές αρχές με τις οποίες επιθυμούν την ομαλή συνεργασία. Ο Μητροπολίτης συνεχίζει προσωρινά άτυπα στη θέση του Νομάρχη με συμβούλους τους δημάρχους και προεστούς. (Αθ. Γουρίδη «ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ», Διδ/χο, Μάιος 1999, σελ. 85).
Ορισμένοι από τους Μητροπολίτες του Διδυμοτείχου άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην ιστορία της πόλης. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο αγιοποιημένος από την Εκκλησία, μαθητής του οσίου Μακαρίου, Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Ιλαρίων Ο χαρισματικός αυτός άνδρας χειροτονήθηκε σε ηλικία 60 ετών, μάλλον το 1341, αμέσως πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ακόμη και εάν ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερβάλλει στη διήγησή του για τις ιδιότητες και την αγιωσύνη του γέροντα ο οποίος έλαβε ενεργό μέρος στα τότε τεκταινόμενα υποστηρίζοντας τον Ιωάννη, σίγουρα ο Μητροπολίτης Ιλαρίων αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές μορφές της ιστορίας της περιοχής και της εκκλησίας της Θράκης.Κατά τους νεοτέρους χρόνους ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της πόλης έχει η περίοδος του Καλλινίκου του Κρητός, αφού τότε άρχισε η εφαρμογή των δικαιωμάτων των υποδούλων χριστιανών.Στις ξεχωριστές φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα αναμφισβήτητα εντάσσεται ο Διονύσιος, μητροπολίτης Διδυμοτείχου κατά το 1868-1873 ο οποίος έφθασε στη συνέχεια μέχρι τον Πατριαρχικό θρόνο και ο Φιλάρετος Βαφείδης, γνωστός ως «σοφός της Εκκλησιαστικής Ιστορίας» συγγραφέας κατά τον Γ. Λαμπάκη.

Σειρά μητροπολίτων οι οποίοι απεβίωσαν στο Διδυμότειχο και θάφτηκαν στο Μητροπολιτικό ναό ήταν οι Μελέτιος, πρώην Βελεγράδων (1815), Βησσαρίων (1/1/1847), Μελέτιος ο Βυζάντιος (1849), Μελέτιος, πρώην Σόφιας ο Σίφνιος (1/6/1860), Κωνσταντίνος Βαφείδης (1899), και πιθανώς ο Παΐσιος (11/1803).

Σε ότι αφορά το Μητροπολιτικό κτίριο γνωρίζουμε ότι από τις αρχές του 20ου αιώνα γινόταν προσπάθειες για ανέγερση νέου Μητροπολιτικού Μεγάρου, μιας και το ηλικίας τότε 200 ετών ξυλεπένδυτο κτίριο είχε πλέον ερειπωθεί. Αυτοκρατορικό φιρμάνι της 9ης Σεπτεμβρίου 1905 αναφέρεται στην ανέγερση νέου κτιρίου της Μητρόπολης Διδυμοτείχου το οποίο τελικά κτίζεται μόλις το 1925-1928. Στο μεσοδιάστημα η Μητρόπολη φιλοξενείται στο Σελαμλίκ. Τέλος στα 1966 η Μητρόπολη αποκτά νέο κτίριο, αυτό που συναντάμε σήμερα.
Παρακάτω παρατίθεται ένας κατάλογος των επισκόπων και μητροπολίτων Πλωτινουπόλεως και Διδυμοτείχου ο οποίος δεν διαφέρει ουσιαστικά από τους ήδη γνωστούς. Θα πρέπει απλώς να διευκρινιστεί ότι η έλλειψη των ονομάτων κατά περιόδους και ιδιαίτερα κατά το διάστημα 1394-1565 δεν σημαίνει απαραίτητα περίοδο χηρείας για τον αρχιερατικό θρόνο. Το πιθανότερο είναι ότι η Μητρόπολη Διδυμοτείχου ποτέ δεν χήρευσε για μεγάλο διάστημα.

ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΠΛΩΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Ιερόφιλος (περί 434)

Γεώργιος ( 787)

ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ

Νικηφόρος ( 879, επίσκοπος)

Γεώργιος (1232, αρχιεπίσκοπος)

Ανώνυμος (1255)

Ιωάννης (1261-1272)
Μακάριος (1285)

Aνώνυμος (1304-1315)

Θεόδουλος (1315-1329)

Ιλαρίων (1340)

Aνώνυμος (1340-1345)

Θεόληπτος (1347-1351)

Μακάριος (1393-1394)Σωφρόνιος (1565)

Ματθαίος (1580)

Παφνούτιος (1584 ή 1587, 1590, 1597)

Ματθαίως (1591)
Ιωάσαφ (9/1596-1601)

Σωφρόνιος (1601)

Ιωάσαφ (1605-1606 & 1611-1613)

Δανιήλ (1606,5/1608,1616-1617)

Άνθιμος (1614)

Παρθένιος (1620, 1621)

Aνθιμος (11/1620 & 1621-1631)

Λαυρέντιος (1621 & 1631-1633)

Μακάριος (1631)

Ανανίας (1635)

Δανιήλ (1633, 1637, 1638-1639)

Διονύσιος (1636- 1638-1639)

Ιάκωβος (1/1645)

Κλήμης (1641,1644,1647,1648,1650)

Ιάκωβος (1651-1669)

Δανιήλ (1670)

Νεόφυτος (1672)

Γρηγόριος (1672,1680-81,83-84,86,87)

Νεκτάριος (1679)

Νεόφυτος (1687, 5/1688-1689)

Νεκτάριος (1689)

Ιερεμίας (1692-1698)

Νεκτάριος (μεταξύ 1702-1746)

Παΐσιος (1708)

Ιωακείμ (μεταξύ 1708-1714)

Νεόφυτος (1720)

Μισαήλ (1723, 1727-1739)

Αυξέντιος (1744-7/1757)

Αλέξιος (1746)

Νεόφυτος (1757-1764, 1779)

Μεθόδιος (1764)

Παΐσιος (1778-1795,1797-11/1803)

Ιερόθεος (1798)

Ζαχαρίας (17/1/1801-22/9/1806 ή ως 1802)

Μελέτιος (1803-1814)

Aνθιμος (10/1814-1821)

Καλλίνικος (1821-9/1835)

Αβέρκιος (1835-1841)

Βησσαρίων (8/1841-1/1/1847)

Μελέτιος Βυζάντιος (2/1/1847-18/8/1849)

Μελέτιος ο Σίφνιος (22/8/1849-1/6/1860)

Μελέτ. Καβάσιλας (2/11/1860-16/11/1868 & 22/11/1874-6/6/1877)

Διονύσιος (Πατρ. Διον. Ε΄) (1868-1/5/1873)

Σωφρόνιος (1873-1874 & 1877-12/5/1878)

Μεθόδιος Αρώνης (1878-30/4/1893)

Φιλόθεος (1893-1896)

Κωνσταντίνος Βαφείδης (1896-26/4/1899)

Φιλάρετος Βαφείδης (8/5/1899-1928)

Ιωακείμ Σιγάλας (1928-1957)

Κωνσταντίνος (1957-1974)

Αγαθάγγελος (1974-1988)

Νικηφόρος (1988-2009)

Δαμασκηνός (2009- κ.ε. )