Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου συγκέντρωσε και φέτος, παρά την πανδημία, τα πλήθη των πιστών στους Ιερούς Ναούς των πόλεων και των χωριών της υπαίθρου γιά να λατρεύσουν τον Δεσπότη και Λυτρωτή και την Παναγία Μητέρα Του, που διαχρονικά είναι η σκέπη, η ελπίδα και η απαντοχή του λαού μας, ιδιαίτερα στις δύσκολες περιστάσεις των καιρών μας, που επιτείνουν τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων με την αύξηση των κρουσμάτων της πανδημίας και τις πυρκαγιές.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός το εσπέρας της παραμονής της εορτής προέστη του Πανηγυρικού Εσπερινού στόν πανηγυρίζοντα Ιερό Ενοριακό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλεισσούς Ορεστιάδος, όπου μετά την λιτάνευση του Ιερού Επιταφίου της Θεοτόκου εντός του Ιερού Ναού, ενώπιον του Ιερού Κουβουκλίου έψαλε τα Εγκώμια της εορτής. Στη συνέχεια ο Σεβασμιώτατος ευλόγησε τους άρτους και μιλώντας στο πολυπληθές εκκλησίασμα, τόνισε, μεταξύ άλλων· «Ὑπάρχει ἕνα ἱερό πρόσωπο μέσα στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Παναγία μας, ἡ ὁποία ἑκουσίως ὑποταγμένη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καθίσταται αὐτή πρώτη ὡς ἄνθρωπος ἐπιλεγμένος ἀπό τόν Θεό τό ὄντως κατοικητήριο τοῦ Ζῶντος Θεοῦ. Γίνεται τό «μεθόριον», δηλ. τό σύνορο, μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, τό τέλος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Ναοῦ, τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, γιατί καθίσταται ἡ ἴδια Ἁγία Ἁγίων, θεία σκηνή, πού κατασκηνώνει ὁ αἰώνιος Θεός καί τιμᾶται πλέον ὡς ἔμψυχος Κιβωτός καί ἔμψυχος Ναός τοῦ Θεοῦ, «ὅπου κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολασ. 2,9). Ὁ συμβολισμός τοῦ Νόμου τῶν Ἑβραίων, ὁ τύπος τῆς λατρείας καί ὁ ἐξαγνισμός, βρίσκουν ἀπόλυτη ὁμοιότητα στό σεβάσμιο πρόσωπο τῆς Παναγίας, πού σηματοδοτεῖ τό τέλος τῆς ἐποχῆς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τήν ἀρχή τῆς Καινῆς Διαθήκης, δηλ. τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς.
»Ἡ ἔμψυχος Κιβωτός, τό πανσεβάσμιο πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, μαρτυρεῖ τή χαραυγή τοῦ νέου κόσμου, τῆς νέας πνευματικῆς κατά Χριστόν ζωῆς, γιατί τά ἀρχαῖα παρῆλθον καί ὅλα ἐγένοντο καινούργια, «ἰδού καινά τά πάντα ποιῶ» (Ἀποκ. 21,5) κατά τόν θεϊκό λόγο. «Παρῆλθεν ἡ σκιά τοῦ νόμου τῆς χάριτος ἐλθούσης» ψάλλομε καί ἐννοοῦμε τόν ἁγιασμό καί τή χάρη τοῦ ἀνθρώπου, πού πρώτη ἐβίωσε ὡς ἄνθρωπος ἡ Κυρία Θεοτόκος. Ἔτσι ἡ Παναγία γίνεται ἡ «αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως». Ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του εἶναι ὁ θεϊκός ὀργανισμός, ἡ κεφαλή καί τά μέλη τοῦ σώματος, οἱ πιστοί, οἱ ἁγιάζοντες καί ἁγιαζόμενοι, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Γι’ αύτό κάθε πιστός μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, καθίσταται Ναός καί κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ. 3, 16-17)…
»Πρώτη ἡ Παναγία καί ὕστερα κάθε πιστός, διά τῆς Θεοτόκου, μπορεῖ νά γίνει ἔμψυχος Ναός καί Τράπεζα, ὅπου θά ἐσθίει τόν Θείο Ἄρτο, τόν Χριστό, τήν τροφή τοῦ παντός κόσμου, τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας καί τό «ἀντίδοτον τοῦ ἀποθανεῖν», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. Ἀκόμα, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ τώρα νά ζήσει τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ ἐγγεγραμμένο στην καρδιά του, πού ἀπό πέτρινη, ὅπως οἱ Πλάκες τῆς Διαθήκης, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά μεταμορφωθεί σέ θρόνο πού θά κατοικήσει ὁ Θεός. Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ φλέγεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ὁ νοῦς του φωτίζεται καί προγεύεται ἀπό αὐτήν τήν ζωή τήν αἰώνια ἀνάπαυση καί σωτηρία».