ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΟΡΤῌ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

__12

 

 

 

Ἐν Διδυμοτείχῳ τῇ 16ῃ Ἰανουαρίου 2012

                                                                                  Ἀριθμ. Πρωτ.: 50

   

Δ Α Μ Α Σ Κ Η Ν Ο Σ

 ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΡΙΣΤΕΠΩΝΥΜΟΝ ΠΛΗΡΩΜΑ

ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

Ἀγαπητοὶ λειτουργοὶ τῆς Παιδείας,

Ἀγαπητοί γονεῖς,

Ἀγαπητά παιδιά,

Εὐλαβὲς καὶ φιλόχριστο Ἐκκλησίασμα,

            Σήμερα γίνεται πολὺς λόγος γιὰ τὴν οἰκονομικὴ κρίση ποὺ διέρχεται ἡ πατρίδα μας καὶ ἡ ὁποία ἀδιαμφισβήτητα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς βαθύτερης πνευματικῆς κρίσης ποὺ ζεῖ ὁ λαὸς μας τὶς τελευταῖες δεκαετίες. Εἶναι χειροπιαστὰ πλέον ἡ ἐξάρτηση, ἡ μοναξιά, τὸ ψέμα, ἡ ὑποκρισία, ὁ ξεριζωμός, ἡ ἀνεργία, ἡ φτώχεια, ἡ ἀνασφάλεια, ὁ τρόμος, ἡ ἀναλγησία, ποὺ γεννᾶ στὶς μεγαλουπόλεις ὁ ἀτομικισμὸς, ἡ γοητεία τοῦ μηδενὸς καὶ τῆς ἀνυπαρξίας, ἡ κάθε λογῆς εἰδωλολατρεία καὶ φυσικὰ ἡ αὐτοειδωλοποίηση.

            Ἀκούγεται παντοῦ δειλὰ ἀλλὰ ὅλο καὶ ἐντονώτερα, ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀλλάξουμε τρόπο ζωῆς, νὰ ξαναβροῦμε τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἀξίες ποὺ ξεχάσαμε. Σήμερα ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ εἶναι οἱ προστάτες τῶν ἑλληνικῶν Γραμμάτων καὶ τῆς Παιδείας, ἀνεπιφύλακτα μποροῦμε νὰ καταθέσουμε ὅτι ἡ λύση τοῦ προβλήματος εἶναι ἡ ἀλλαγὴ τοῦ νοῦ, ποὺ συνεπάγεται ἀλλαγὴ πορείας ζωῆς. Παρεκκλίναμε ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ μᾶς ὑπέδειξαν οἱ Πατέρες μας, ἐνῷ συγχρόνως τὸ ἐκπαιδευτικό μας σύστημα ἀπομακρύνει συστηματικὰ καὶ συνειδητὰ τὸ μαθητὴ ἀπὸ τὶς αἰώνιες καὶ διαχρονικὲς ἀξίες τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς ὀρθοδοξίας.

            Σήμερα ὁ ἄνθρωπος τρέμει μήπως μειωθεῖ τὸ εἰσόδημά του, ἀλλὰ δὲν ἀνησυχεῖ τὸ ἴδιο γιὰ τὸ ἔλλειμα παιδείας, ποὺ ἀφορᾶ τὰ παιδιὰ του. Γιὰ τοὺς ἠλεκτρονικοὺς ὑπολογιστὲς χρησιμοποιοῦμε ἕνα ρῆμα. Τὸ ρῆμα «φορτώνω». Φορτώνουμε τὸν ὑπολογιστὴ μὲ δεδομένα. Ἡ σημερινὴ ἐκπαίδευση «φορτώνει» τὸν ἐγκέφαλο τῶν παιδιῶν μας μὲ ὕλη. Τὸ σχολεῖο καὶ οἱ ἐκπαιδευτικοὶ ἀγωνίζονται νὰ τελειώσουν τὴν ὕλη. Ὁ μαθητής, σὰν πρόσωπο, εἶναι ἀπών ἀπό αὐτή τὴν ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία. Καὶ τὸ σημερινό σχολεῖο ἀδιαφορῶντας γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν προσωπικότητα τοῦ μαθητή, τὸν κάνει ἕνα ἠλεκτρονικὸ ὑπολογιστὴ στὸν ὁποῖο τὸ μόνο πού ἔχει νὰ τοῦ προσφέρει εἶναι νὰ τὸν «φορτώνει». Τὰ παιδιὰ μας δυστιχῶς σήμερα μεγαλώνουν μόνο «σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ» καὶ ὄχι «καὶ Χάριτι».

            Σήμερα ὅμως ἡ μνήμη τῶν τριῶν Μεγάλων Πατέρων καὶ Διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ ἡ ἑορτὴ τῶν Γραμμάτων, διατρανώνει μὲ τρόπο θαυμαστὸ τὸ δεσμὸ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Παιδείας, Ναοῦ καὶ Σχολείου, ἀξιῶν ἰδιαίτερα ἀντιπροσωπευτικῶν στὴ ζωὴ καὶ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ στὴ πορεία τοῦ Γένους μας.

            Μέσα στὸ διάβα τῶν αἰώνων στὸν ἑλληνισμὸ καλλιεργήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε πάντοτε ἐπιτυχῶς ἡ συγγένεια Ναοῦ καὶ Σχολείου, ἡ συγγένεια Πίστεως καὶ Ἐπιστήμης, Εὐλάβειας καὶ Μόρφωσης. Γι’ αὐτό καὶ πάντοτε βλέπουμε τοὺς δύο κατ’ ἐξοχὴν θεσμούς, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Σχολεῖο, νὰ συνυπάρχουν καὶ νὰ συμπορεύονται.

            Γύρω ἀπὸ τὸν χριστιανικὸ Ναὸ ἐθεμελίωσαν οἱ πατέρες μας τὸ μικρό ἤ μεγάλο Σχολεῖο καὶ ὁ αὐλόγυρος τῆς Ἐκκλησίας στάθηκε πάντοτε τὸ κέντρο κάθε πνευματικῆς καὶ ἄλλης ἐκδήλωσης τῆς Φυλῆς μας. Καὶ τοῦτο γιατὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ γενικὰ οἱ πρόγονοί μας βίωσαν σὲ ὅλη τὴν ἔκταση πόσο στενὰ συνδέονται οἱ δύο αὐτοὶ θεσμοί, πόσο ἀπαραίτητοι γιὰ τὸν χριστιανὸ νέο εἶναι τόσο ἡ μόρφωση τοῦ Σχολείου, ὅσο καὶ ἡ θρησκευτικὴ κατάρτιση, ἀλλὰ καὶ πόσο διευκολύνεται ἡ καλὴ ἀγωγὴ τῆς νέας γενεᾶς, ὅταν τὸ Σχολεῖο συμπληρώνει τὴν Ἐκκλησία καὶ ὅταν ὁ Ναὸς ἐπισφραγίζει καὶ εὐλογεῖ τὸ ἔργο τοῦ Σχολείου. Ἡ μελέτη τῶν χριστιανικῶν μας παραδόσεων μᾶς διδάσκει ὅτι οἱ δύο σπουδαῖοι αὐτοὶ θεσμοὶ τοῦ Γένους μας, ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ Σχολεῖο, στάθηκαν πάντοτε μέσα στὴν μακραίωνη ἱστορία μας ὁ ἕνας πλησίον τοῦ ἄλλου καὶ συνεπλήρωσε ὁ ἕνας τὸ ἔργο τοῦ ἑτέρου.

            Μόνη ἡ οἰκογένεια ἤ μόνη ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀρκοῦν γιὰ νὰ ἀποδώσουν στὴν κοινωνία καλοὺς καὶ χρηστοὺς παράγοντες, ἄρτιους καὶ τίμιους ἀνθρώπους. Βεβαίως, ἡ οἰκογένεια εἶναι ἡ πρώτη φωλιὰ, ἡ ὁποία μέσα στὴ ζεστὴ ἀτμόσφαιρά της πρώτη θὰ σφυρηλατήσῃ τὴν ἄπλαστη ἀκόμη παιδικὴ ψυχή. Ἀσφαλῶς ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐκείνη ποὺ ὡς σύστημα καὶ ὡς θεσμός, ὡς διδασκαλία καὶ ὡς Χάρις, θὰ συμπληρώσῃ τὰ κενὰ στὸν χαρακτῆρα καὶ στὴ συνείδηση, στὴ πίστη καὶ στὶς πεποιθήσεις τοῦ παιδιοῦ καὶ θὰ πλησιάσῃ ὁριστικὰ πλέον τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸν Θεό. Ἀλλὰ παράλληλα πρὸς τοὺς δύο αὐτοὺς βασικοὺς θεσμοὺς τῆς κοινωνίας, πρέπει νὰ ὑπάρχῃ καὶ ἕνας ἀκόμη θεσμὸς ἅγιος, μεγαλειώδης, τιμημένος, θεσμὸς ἱστορικὸς, ἀξιοθαύμαστος καὶ ἀπολύτως ἐπωφελής, αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ θεσμὸς τοῦ Σχολείου.

            Καὶ γιὰ τὴν συγγένεια αὐτὴ Ἒκκλησίας καὶ Παιδείας, Ναοῦ καὶ Σχολείου, ὁμιλεῖ πρῶτα πρῶτα τὸ παρελθόν, αὐτὴ ἡ ἱστορία, ἡ ὁποία γνώρισε μεγάλες ἐκκλησιαστικές μορφές, ὅπως ἀκριβῶς τοὺς σήμερον ἑορταζομένους τρεῖς μέγιστους Φωστῆρες τῆς Οἰκουμένης, ποὺ ἦσαν ταυτόχρονα καὶ μεγάλες φυσιογνωμίες τῶν Γραμμάτων καὶ τῆς Ἐπιστήμης.

            Ἀλλὰ τὴ συγγένεια Ναοῦ καὶ Σχολείου ἐκφράζει καὶ ἡ ταυτότης τῶν σκοπῶν τῶν δύο αὐτῶν θεσμῶν. Τὴν ψυχικὴ ἀναγέννηση στοχάζεται ἡ Ἐκκλησία, τὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη ἐπιζητεῖ τὸ Σχολεῖο. Ἐδῶ στὴν Ἐκκλησία, ἐμπρὸς στὴν ταπεινὴ κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος γίνεται χριστιανός, τέκνο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ, στὸ Σχολεῖο, ἐμπρὸς στὴ ἕδρα τοῦ Διδασκάλου, ὁ χριστιανὸς μεταμορφώνεται σὲ παράγοντα τῆς ζωῆς καὶ τῆς κοινωνίας χρήσιμο, μὲ τὴν μόρφωσή του, μὲ τὸν χαρακτῆρα του, μὲ τὰ φῶτα του. Ἐδῶ ὁ Ἄμβωνας ὁμιλεῖ, ἐκεῖ ἡ ἕδρα νουθετεῖ. Ἐδῶ ὁ ἱερέας εὐλογεῖ, ἐκεῖ ὁ διδάσκαλος ἐμπνέει καὶ καθοδηγεῖ.

            Καὶ εἶναι τόσες πολλές οἱ ὁμοιότητες, τόσα πολλὰ τὰ κοινὰ σημεῖα ποὺ ὑπάρχουν μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν θεσμῶν, ὥστε ἀνεπιφύλακτα νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς ὅ,τι εἶναι γιὰ τὸ σῶμα ἡ ψυχή, τὸ ἴδιο εἶναι καὶ γιὰ τὸ Σχολεῖο ὁ Ναός μας. Γιατὶ ὄχι μόνον οἱ σκοποί τοῦ Σχολείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ταυτόσημοι· ὄχι μόνον οἱ πρωταγωνισταὶ μέσα στοὺς δύο αὐτοὺς θεσμούς, ὁ κληρικὸς καὶ ὁ διδάσκαλος, εἶναι πρόσωπα ἐξ ἴσου ἱερά· ὄχι μόνον αἱ μέθοδοι καὶ οἱ τάσεις τῆς ἕδρας καὶ τοῦ ἄμβωνος εἶναι ὁμοιόμορφοι καὶ συγγενεῖς· ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ δὺο κτίρια, ὁ Ναὸς καὶ τὸ Σχολεῖο, κτίστηκαν στὸν ἴδιο αὐλόγυρο, στὸ ἴδιο περιβάλλον μὲ τὴν ἀνάλογη πάντοτε συνεργασία ἱερέα καὶ δασκάλου, ἀποβλέποντας εἰς ἕνα ἱερὸ καὶ κοινὸ ἀποτέλεσμα.

Ἡ συμβολὴ τοῦ δασκάλου στὴν ζωὴ τῶν μαθητῶν δὲν εἶναι σημασίας μόνον ἐξωτερικῆς. Τὸ φῶς ποὺ διαχέει στὴ λευκὴ μαθητικὴ ψυχὴ εἶναι φῶς ἐσωτερικό, πηγαῖο, θερμουργό. Τὸ ἔργο του δὲν εἶναι τὸ ἁπλὸ καθῆκον ἑνὸς πληροφοριοδότου τοῦ μαθητοῦ ἐπὶ κοινῶν ἤ καὶ πολλάκις ἀχρήστων πραγμάτων τῆς ζωῆς. Εἶναι θυσία, εἶναι προσφορά, εἶναι λειτούργημα. Ὁ δάσκαλος μὲ τὸ σχολεῖο εἶναι ἡ συνέχεια τῆς οἰκογένειας, εἶναι ὁ ἐπίλογος, ἄν θέλετε, τοῦ βιβλίου, ποὺ ἐπιγράφεται σπίτι, καὶ συγχρόνως εἶναι ὁ πρόλογος ἑνὸς ἄλλου βιβλίου ποὺ λέγεται κοινωνία.

Τὸ ἔργο τοῦ δασκάλου ὑπῆρξε ἀνὰ τὴν ἱστορία καὶ κυρίως ἐδῶ εἰς τὰ ἱερὰ αὐτὰ χώματα ἔργον ἱεραποστόλου, ἔργον μυσταγωγοῦ, πνευματικοῦ παράγοντα τῆς ζωῆς, ἀληθινοῦ στυλοβάτου τῆς κοινωνίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ κι’ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἰδιαίτερα εἶδε καὶ ἔζησε καὶ δέχθηκε τὴ δαψιλῆ προσφορὰ τοῦ Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους, κάθε χρόνο, δὲν περιωρίσθηκε μόνον νὰ εὐφημίσῃ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλ’ ἔστρεψε κυρίως τὴν προσοχὴ καὶ τὶς δεήσεις Της, πρὸς ὅλους τοὺς γνωστοὺς καὶ ἀφανεῖς λειτουργοὺς τῆς παιδείας καὶ τὴ μαθητιῶσα νεολαία της.

Ἀγαπητοί μου,

Ἐτούτη τὴν κρίσιμη ὥρα εἶναι σημαντικὸ ὅλοι μας, Ποιμένες, Δάσκαλοι καὶ Γονεῖς νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ ἀναμετρηθοῦμε μὲ τὶς εὐθῦνες μας καὶ νὰ ἀναζητήσουμε μὲ τόλμη τὸ μερίδιο τῆς ἐνδεχόμενης δικῆς μας ὑπαιτιότητας καὶ μὲ σταθερὲς τὶς ἀξίες τοῦ παρελθόντος, διὰ τοῦ παρόντος, νὰ προσδιορίσουμε τὸ μέλλον τοῦ τόπου μας. Καὶ τὸ μόνο ἐλπιδοφόρο μἐλλον εἶναι ἡ νεολαία μας, στὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ ἐπενδύσουμε τὸν θησαυρό τῶν  ἀρχῶν ποὺ μᾶς κληροδότησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες.

 Μετ’ ἐγκαρδίων εὐχῶν καὶ εὐλογιῶν

 

 

 

 

Ο ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΤΦΛΙΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ