Κυριακή ΙΔ΄ Λουκά

IMG_20210124_130434_160

Την Κυριακή ΙΔ΄ Λουκά, στις 24 Ιανουαρίου ε.έ. ο Σεβ. Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός ιερούργησε στον Ιερό Ενοριακό Ναό Αγίου Δημητρίου Σοφικού και τέλεσε το τεσσαρακονθήμερο Μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως του πρώην Αντιδημάρχου Διδυμοτείχου Ευαγγέλου Περιστεράκη. Ερμηνεύοντας το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας, περί της θεραπείας του Τυφλού στην Ιεριχώ, σημείωσε·

«Ο Τυφλός της σημερινής ευαγγελικής περικοπής πληροφορεῖται κάτι ἐξαιρετικό. Στήν Ἱεριχώ ἔφθασε ὁ μεγάλος ἐπισκέπτης τῆς ἀνθρωπότητας. Πρόκειται νά περάσει ἀπό μπροστά του ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ ἕνας καί ἀληθινός Θεός. Ἀμέσως μέσα του ἀνθίζει ἡ ἐλπίδα καί ἡ προσδοκία τῆς μεγάλης συνάντησης μέ τό Λυτρωτή. Προσπαθεῖ, λοιπόν, μέ ἀπροσμέτρητη ἐπιμονή καί μέ ἀξιοθαύμαστο δυναμισμό νά ἐπιτύχει αὐτή τή συνάντηση μέ τόν Κύριο. Ὅταν τό καταφέρνει, τότε ξεδιπλώνει τήν πίστη του, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτή εἶναι ὁ μυστικός του θησαυρός.

«Στεντορείᾳ τῇ φωνῇ» φωνάζει πρός τό Χριστό: «Ἰησοῦ υἱέ Δαυῒδ, ἐλέησόν με». Μέ τά λόγια του αὐτά ὁ τυφλός θεολογεῖ, διότι ἡ θεολογία δέν εἶναι ὑπόθεση ἑνός σπουδαστηρίου. Εἶναι κάτι πού πηγάζει μέσ’ ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θεολογία εἶναι ὑπόθεση καρδιᾶς πού ὑποφέρει ἀπό πόθο καί πόνο. Πόθο γιά τό Θεό καί πόνο γιά τήν κατάντια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ τυφλός ποθεῖ τό Θεό καί πονᾶ γιά τήν κατάστασή του· ποθεῖ τό φῶς καί πονᾶ γιά τό σκοτάδι· ποθεῖ τήν ἐλευθερία καί πονᾶ γιά τά δεσμά τῆς ἄγνοιας. Μέσ’ ἀπό τόν πόθο του γιά τό Χριστό καί ἀπό τόν πόνο γιά τόν ἑαυτό του θεολογεῖ εὔστοχα καί μυστικά.

»Πρωτίστως, μέ τή λέξη «Ἰησοῦ» ὁμολογεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου. Φωνάζει τό ἀνθρώπινο ὄνομα τοῦ Σωτῆρα, γιά νά δείξει πώς ὁ Χριστός εἶναι ἄνθρωπος, τέλειος κατά πάντα, χωρίς κάτι διαφορετικό ἀπό τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους. Μέ τήν ὁμολογία τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Ἰησοῦ καταργεῖται ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στήν ἀνθρωπότητα καί στή Θεότητα. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος γκρεμίζεται τό μεσότοιχον τῆς ἔχθρας καί τῆς ἄγνοιας, πού ὀρθώθηκε ἀπό τήν ἀμετανοησία τῶν πρωτοπλάστων. Ὡς τέλειος ἄνθρωπος ὁ Χριστός μπορεῖ νά συμμερισθεῖ τόν ἀνθρώπινο πόνο, νά συμπονέσει καί μέ τή δύναμή Του ὡς τέλειος Θεός νά θεραπεύσει. Ὡς τέλειος ἄνθρωπος εἶναι προσιτός, συγκαταβατικός καί ἐλεήμων.         

»Ἐν συνεχείᾳ ὁμολογῶντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «υἱός Δαυῒδ» ὁ τυφλός προσδιορίζει τόν λυτρωτικό χαρακτῆρα τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου. Ἀπό τή διδασκαλία τῶν προφητῶν γνωρίζει πώς ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ. Ὅταν προσφωνεῖ τόν Ἰησοῦ ὡς υἱό τοῦ Δαυΐδ, Τόν ἀναγνωρίζει ὡς Σωτῆρα καί Λυτρωτή. Τό ὅτι εἶναι γόνος τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας τοῦ Δαυΐδ ἀποδεικνύει τό μεσσιανικό αὐτό χαρακτῆρα. Αὐτός ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας δέν ἔρχεται στόν κόσμο γιά νά διευθετήσει ἐφήμερες ὑποθέσεις· ἔρχεται γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο μέσ’ ἀπό τή μυστική ἕνωση μαζί του. Ὁ τυφλός, λοιπόν, στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ δέν βλέπει ἁπλῶς τό ἰατρό του, βλέπει τό Σωτῆρα του· βλέπει τό Θεό του. Αὐτός ὁ βαθύτατος πόθος τῆς σωτηρίας εἶναι πού τόν κάνει νά ἐπιμένει τόσο πολύ στό νά συναντήσει τό Λυτρωτή. Γιά τόν τυφλό ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνον Ἐκεῖνος πού τοῦ χαρίζει τήν ὄραση. Ὁ Χριστός γι’ αὐτόν εἶναι τό μοναδικό φῶς τῆς ζωῆς του, ὅπως κάπου ἀλλοῦ, ὡς Λυτρωτής, διαβεβαιώνει: «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου».

»Τέλος, ὁ τυφλός προσθέτει καί ἕνα ρῆμα. Παρακαλεῖ τό Χριστό λέγων· «ἐλέησόν με», παραδεχόμενος οὕτω τήν ἀνεπάρκειά του. Στέκεται μπροστά στό πρόσωπο πού εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Ἀφοῦ πρῶτα ὁμολόγησε αὐτή τήν πίστη του, τώρα ἐξομολογεῖται καί τήν ἀδυναμία του. Ἐπιθυμεῖ νά ἀναβλέψει· νά χαρεῖ τό αὐτονόητο· νά χαρεῖ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μέ τήν ὅραση, πού εἶναι τό παράθυρο τῆς ψυχῆς. Μέ τήν πίστη του πρός τόν Ἰησοῦ κερδίζει καί τή σωματική καί τήν πνευματική ὅραση. Ἀξιώνεται νά δεῖ ὄχι μόνο τόν ὑλικό κόσμο ἀλλά καί τόν Ἴδιο τόν Δημιουργό αὐτοῦ τοῦ κόσμου νά στέκεται μπροστά του. Μέ τήν πίστη του ἀνοίγονται τά μάτια τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς, γιά νά εἰσοδεύσει στήν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ, καί νά γευθεῖ τή σωτηρία».