Κυριακή Θ΄Λουκά – Του άφρονος πλουσίου

oikonomia

Πάθος αποκρουστικό, αρρώστια από τις πιο επικίνδυνες για τον άνθρωπο είναι η πλεονεξία και η απληστία. Ο απόστολος Παύλος την ονομάζει «ειδωλολατρία» (Κολ. 3, 5) και τη θεωρεί «ρίζα πάντων των κακών» (Α’ Τιμ. 6, 10). Και ο Κύριος για να προφυλάξει τις ψυχές μας από το φοβερό τούτο πάθος διηγήθηκε την παραβολή που ακούσαμε σήμερα. Με αφορμή λοιπόν τη διαφωνία δυο αδελφών, η οποία ανέκυψε όταν επρόκειτο να μοιράσουν την πατρική κληρονομιά, διηγήθηκε την παραβολή του άφρονος πλουσίου. Άφρονα – άμυαλο και ασύνετο – ονομάζει ο Κύριος τον πλούσιο της παραβολής, αγαπητοί, για τρείς σημαντικούς λόγους·

Πρώτον, διότι λησμόνησε τον Θεό. Δεν πιστεύει στον Θεό. Δεν αισθάνεται την παρουσία Του. Δεν ζητά την βοήθεια Του. Πιστεύει μόνο στα αγαθά του, στα πλούτη του και τα υπάρχοντα του. Πιστεύει στον εαυτό του, αγνοώντας τον Θεό, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα αγαθά του και μόνο. Από την ψυχή του απουσιάζει και η παραμικρή μεταφυσική αναζήτηση. Τα μάτια του έπαψαν να υψώνονται στον ουρανό. Τα χείλη του δεν κινούνται ποτέ για να ψελλίσουν δυο λόγια προσευχής. Θεός του έγινε ο πλούτος, τα υλικά αγαθά του. Αυτά εξουσιάζουν την καρδιά του. Προσηλώθηκε σ’ αυτά με πάθος. Έγινε ένας στυγνός υλιστής. Ακόμη αδυνατεί να τα δει και σαν δώρα του Θεού. Ότι, δηλαδή, Εκείνος έδωσε τις ευνοϊκές συνθήκες για να καρποφορήσει η γη του. Τίποτε από όλα αυτά δεν σκέφτεται και γι’ αυτό στα χείλη του δεν βλέπουμε ίχνος ευχαριστίας κι ευγνωμοσύνης.

Αλλά μήπως και σήμερα δεν συμβαίνει το ίδιο; Πόσοι και πόσοι μέσα στην αφροσύνη του πλούτου, όταν υπάρχει, ή της ακόρεστης δίψας του, όταν μας λείπει, δεν λησμονούμε τον Θεό; Πιστεύουμε μόνο σε όσα βλέπουν τα μάτια μας. Αιχμαλωτίζει η ύλη την καρδιά μας. Λησμονούμε τα καθήκοντα μας προς τον Κύριο· θολώνει η σκέψη μας από οικονομικούς υπολογισμούς και σχέδια, που συνεχώς καταστρώνουμε, έτσι ώστε στο νου και την καρδιά μας να μη μένει χώρος για Εκείνον. Ξεχνάμε το «ευχαριστώ» και το «Δόξα σοι, Κύριε», την έκφραση δηλαδή της ευγνωμοσύνης μας. Όλα όσα Εκείνος με τόση αγάπη και απλοχεριά μας χαρίζει. Να γιατί ο απόστολος Παύλος γράφει στον μαθητή Τιμόθεο: «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν αἰῶνι παράγγελλε μή ὑψηλοφρονεῖν, μηδέ ἠλπικέναι ἐπί πλούτου ἀδηλότητι, ἀλλ’ ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζώντι τῷ παρέχοντι ἡμῖν πάντα πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν» (Α’ Τιμ. 6, 17).

Άφρονας είναι ο πλούσιος, κατά δεύτερον, διότι λησμόνησε τον συνάνθρωπο του. Για το Θεό ίσως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ότι τάχα δεν Τον έβλεπε. Για τον συνάνθρωπο του, όμως; Για τον διπλανό του; Δεν έβλεπε τόσους φτωχούς και πεινασμένους; Δεν άκουγε το θρήνο των χηρών, το κλάμα των ορφανών, τα βογγητά των πονεμένων και των αρρώστων; Δυστυχώς όχι! Το πρόβλημα που τον πιέζει, που τον κάνει να αγωνιά, που του αφαιρεί τον ύπνο, είναι: «Τί ποιήσω, ὅτι οὔκ ἔχω ποῦ συνάξω τούς καρπούς μου;» και όταν θα συλλάβει την ιδέα επεκτάσεως των αποθηκών του, θα απορροφηθεί ολότελα από τη μέριμνα να κάνει πραγματικότητα τους σχεδιασμούς του. Το πάθος της πλεονεξίας τον είχε κυριεύσει. Τον έκανε σκληρό, άπληστο, ατομιστή.

Δυστυχώς το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να ομολογήσουμε πως δεν είναι καθόλου ξένο και στη δική μας εποχή. Και σήμερα κυκλοφορούν ανάμεσα μας άνθρωποι που διαθέτουν αμύθητο πλούτο, άφθονα υλικά αγαθά, αλλά έχουν καρδιά σκληρή, φτωχή σε αισθήματα αγάπης, άδεια από καλοσύνη και συμπόνοια. Βλέπουν τους άλλους σαν εργαλεία για να ικανοποιήσουν τα συμφέροντα τους. Καταπιέζουν, εκμεταλλεύονται, αδικούν, παρανομούν, φοροδιαφεύγουν. Και όλα αυτά με μοναδικό σκοπό τον ατομικό πλουτισμό τους.

Άφρονας είναι ο πλούσιος, τρίτον, διότι λησμόνησε και τον ίδιο τον εαυτό του. Ξέχασε ότι ο άνθρωπος έχει σάρκα και ψυχή. Λησμόνησε ότι η ψυχή έχει υπόσταση πνευματική. Είναι τόσο παράλογη η αυτοπεποίθηση του, ώστε να νομίζει ότι εξουσιάζει και τον χρόνο. «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά. Ἀναπαύσου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»! Ξεχνά πόσο σύντομη είναι η ζωή. Δεν σκέπτεται την αναπόφευκτη πραγματικότητα του θανάτου. Και τότε ακριβώς ακούγεται η φωνή της θείας δικαιοσύνης: «Ἆφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ. Ἅ δέ ἠτοίμασας, τίνι ἔσται;». Ώρα φοβερή!

Άραγε πόσοι από μας δεν παρασυρόμεθα στον παραλογισμό αυτό του πλουσίου της παραβολής; Για πόσους ανθρώπους το νόημα της ζωής δεν βρίσκεται στην ικανοποίηση της εφήμερης αυτής ζωής; Στο «τι θα φάμε, τι θα πιούμε και πως θα διασκεδάσουμε»; Αδιαφορούμε για την ψυχή, σκοτώνουμε τη συνείδηση μας και παραδιδόμεθα στο σφιχταγκάλιασμα της ύλης και της φθοράς! Είναι τόσος ο παραλογισμός, η αφροσύνη, που ξεχνούμε πόσο πρόσκαιρη, πόσο μάταιη, πόσο απατηλή είναι η επίγεια ζωή. Και ξεγελιόμαστε σε τέτοιο βαθμό που λησμονούμε κι αυτήν την πραγματικότητα του θανάτου! Το ότι δηλαδή θα έλθει οπωσδήποτε ο θάνατος, και μάλιστα με τρόπο αιφνίδιο και αναπάντεχο.

«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἐαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν». Με τα λόγια αυτά, αδελφοί μου, επισφραγίζει ο Κύριος την παραβολή Του. Δηλαδή, αυτό θα είναι το τέλος εκείνου που θησαυρίζει για τον εαυτό του, για να απολαμβάνει αυτός και μόνο εγωιστικά τα αγαθά της γης, και δεν πλουτίζει σε πνευματικούς θησαυρούς, έργα αγάπης, στα οποία ευαρεστείται ο Θεός. Πέρα από τη θεωρία του μείζονος κέρδους και τη μανία της καταναλώσεως, υπάρχει το πνεύμα και οι δικές του ανάγκες. Πέρα από τα επίγεια αγαθά υπάρχει και ο πλούτος του Ουρανού. Πέρα από την ευμάρεια, τον κορεσμό της σαρκός και την μέθη των αισθήσεων υπάρχει και η ζωή του Χριστού. Πέρα από τον εαυτό μας υπάρχουν οι άλλοι, παιδιά κι αυτοί του Θεού, αδέλφια μας. Ο πλούσιος της σημερινής παραβολής, μέσα στην αφροσύνη της πλεονεξίας του, όλα αυτά τα αντιπαρήλθε. Τα λησμόνησε. Άραγε εμείς τι κάνουμε; Μήπως τον ακολουθούμε; Μή γένοιτο!