ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ 2012

 

 

Ἐν Διδυμοτείχῳ τῇ 17η Μαΐου 2012

Ἀριθμ. Πρωτ.: 547

Δ Α Μ Α Σ Κ Η Ν Ο Σ

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΡΙΣΤΕΠΩΝΥΜΟN ΠΛΗΡΩΜΑ

ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΟΡΤῌ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,

Ὅταν μερικοί ἀπ’ τό λαό τῆς Ἰουδαίας ρώτησαν τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, μήπως ἦταν αὐτός ὁ Χριστός πού προσδοκοῦσαν, ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «ἐγώ μέν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς, ἔρχεται δέ ὁ ἰσχυρότερός μου, οὗ οὐκ εἰμί ἱκανός λῦσαι τόν ἱμάντα τῶν ὑπόδημάτων αὐτοῦ· αὐτός ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καί πυρί» (Λουκ. γ΄16). Τό βάπτισμα, λοιπόν, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προσφέρει σ’ ἐμᾶς σήμερα ὁ Χριστός τήν ἡμέρα τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς.

Κ’ ἐνῶ οἱ Ἑβραῖοι γιόρταζαν τήν Πεντηκοστή, γιατί πενῆντα μέρες ὕστερα ἀπό τό Πάσχα τούς δόθηκε ὁ Μωσαϊκός Νόμος, ἐμεῖς γιορτάζουμε –πενῆντα μέρες ὕστερα ἀπό τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ- τό βάπτισμα τοῦ πυρός, πού ἔλαβε ἡ νεογέννητη Ἐκκλησία, μέ τήν «γλωσσοπυρσόμορφον» κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον ἀρχίζει ἔτσι τό «τελειωτικόν» ἔργο του ἀπ’ τό ὑπερῶο τῆς Σιών. Ὁ Παράκλητος, δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού κάθησε μέ τήν ἐπιφοίτησή του στά κεφάλια τῶν Ἀποστόλων, «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν», τούς παρηγορεῖ, τούς στηρίζει, τούς ἐνισχύει, τούς φωτίζει, τούς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία, δυναμώνει τή βούλησή τους καί φλογίζει τήν πίστη τους πρός τήν ὁμολογία καί τό μαρτύριο. Καί ἦταν τότε, ὁ φωτισμός τοῦ Πνεύματος, πού ἄνοιξε τά στόματα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, νά μιλοῦν τή μέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ν’ ἀκούουν τά ἑτερόκλητα πλήθη τῆς πανσπερμίας τῶν πανηγυριστῶν, «ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ». Αὐτό τό Πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς δυνάμωσε τόν Ἀπόστολο Πέτρο μέ τό πρῶτο κιόλας κήρυγμά του, νά μετατρέψη στό Χριστό, τρεῖς χιλιάδες κόσμου. Αὐτό τό ἅγιο Πῦρ ἔκαψε, μέ τήν ἐξάπλωση τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου, ὅλες τίς μηχανές τῆς σατανικῆς εἰδωλολατρίας. Αὐτό τό θεῖο Πῦρ ἄναψε τίς καρδιές τῶν Ἀποστόλων, πού ἄλλο πιά δέν ἤθελαν νά ξέρουν, παρά πῶς νά τό μεταδώσουν, μέ τό λόγο τοῦ Χριστοῦ, σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη. Κι ὅσοι ἔχουν καθαρή καρδιά, νά λαβαίνουν τό πῦρ τοῦ Πνεύματος καί νά φωτίζονται, νά ζεσταίνονται, νά σώζονται· μά ὅσοι ἔχουν προσχωρήσει ὁλότελα στήν ἁμαρτία καί στό σατανᾶ, νά ἐλέγχονται καί νά καίγονται ἀπ’ τή φωτιά του, ὅπως λέγει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.

Αὐτό τό πῦρ τοῦ «χωνευτηρίου» (Μαλαχίας γ΄ 2) τό «καταναλίσκον» τή μοχθηρία τῶν κακῶν καί πονηρῶν καί «φωτίζον τούς Ἀποστόλους», μᾶς δείχνει τή φύση καί τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας: «ἐν εἴδει τοῦ πυρός ἡ θεία τε καί ἀπόρρητος εἰκάζεται φύσις». Αὐτό τό φῶς κι αὐτή τή φωτιά τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς πῆραν –σάν ἀναστάσιμες λαμπάδες- οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι τά ἔδωκαν στούς διαδόχους πού χειροτόνησαν, ἐκεῖνοι στούς ἄλλους διαδόχους τους, κ’ ἔτσι τό πῦρ καί τό φῶς τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς φτάνει μέχρι τίς μέρες μας, στούς Ποιμένας, πού κρατοῦν τίς λαμπάδες πού ἄναψαν ἀπ’ τούς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων καί στούς πιστούς, πού ἀκολουθοῦν τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνδέει τούς ποιμένας καί διδασκάλους της.

Ἀγαπητοί μου,

Θά ἦταν ἡ πιό ἄκαιρη φιλολογία καί ἀδολεσχία κάθε ἐνασχόλησή μας γύρω ἀπ’ τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἄν δέν προσπαθούσαμε ν’ ἀγωνιζόμεθα πάντα, γιά νά ἀξιωθοῦμε τή Χάρη καί τίς ἄκτιστες ἐνεργειες τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι τήν Πεντηκοστή. Ἀλλά γι’ αὐτό χρειάζεται νά καταφρονήσουμε μερικά πράγματα τοῦ κόσμου πού μᾶς δένουν μέ τήν ἁμαρτία καί τή φθορά· καί νά ἐπιστρέψουμε μέ καθαρή καρδιά καί ἐξαγιασμένο τό νοῦ, στό «ἱερό» μας ὁ καθένας. Χρειάζεται ν’ ἀνέβουμε ὁπωσδήποτε κ’ ἐμεῖς στό ὑπερῶο, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, γιά νά κατεβεῖ σέ μᾶς τό Ἅγιο Πνεῦμα. Κι αὐτό θά πεῖ, πῶς πρέπει νά ἀνεβοῦμε πάνω ἀπό τά γήινα· πάνω ἀπό κάθε φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία, κι ἀπό κάθε ἄλλο πάθος, πού μᾶς κατεβάζει στή λάσπη, στό σκοτεινό βυθό τῆς ἀβύσσου. Ὅταν ἀνεβοῦμε σ’ αὐτό τό ὑπερῶο καί σηκωθοῦμε πάνω ἀπό τά γήινα πού σφίγγουν θανατερά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τότε κατεβαίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Γι’ αὐτό πρέπει νά νεκρώσουμε τό «φρόνημα τῆς σαρκός», πού εἶναι θάνατος καί νά ἀποκτήσουμε τό «φρόνημα του Πνεύματος» πού εἶναι ζωή καί εἰρήνη (Ρωμ. η΄ 6). Καί τό φρόνημα καί ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά ἔρθει ἀνάλογα μέ τήν δική μας καθαρότητα.

Κ’ ἐπειδή ἕνα δοχεῖο «προκατειλημμένον ὑπό τινός δυσώδους ὑγροῦ, μή ἐκπλυθέν, οὐ μή δέξηται τοῦ μύρου τήν ἐπιρροήν», πρέπει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου νά ξεπλύνει καλά τό χῶρο της, ἀκόμα καί ἀπό τούς λογισμούς τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν, νά εἰρηνεύσει ἀπόλυτα γιά νά δεχθεῖ σάν «πνοή βιαία», ἤ σάν «αὔρα λεπτή», τή δρόσο καί τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί εὐλογιῶν

† Ο ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ