ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018

Ἐν Διδυμοτείχῳ τῇ 24 Ἰουλίου 2018

                                    Ἀριθμ. Πρωτ.: 725

 

Δ Α Μ Α Σ Κ Η Ν Ο Σ

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ, ΟΡΕΣΤΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΥΦΛΙΟΥ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΡΙΣΤΕΠΩΝΥΜΟN ΠΛΗΡΩΜΑ

ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΕΟΡΤῌ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

            Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,

            «Kέντρον καί τέλος καί σκοπός ὅλου τοῦ (Μωσαϊκοῦ) Νόμου καί ὅλων τῶν ρήσεων καί αἰνιγμάτων τῶν Προφητῶν σύ ὑπάρχεις, Θεοτόκε, καί πρό σοῦ ὁ ἐκ σοῦ σαρκωθείς Θεός Λόγος» (Ἑορτοδρόμιον ἁγ. Νικοδήμου ἁγιορείτου).

            Στά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ σοφός ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων Σολομών ἔκτισε μεγαλοπρεπῆ Ναό στά Ἱεροσόλυμα (Γ´ Βασιλ. 8). Ὅταν ὁλοκληρώθηκαν οἱ ἐργασίες ἀνοικοδόμησης, ὁ βασιλιάς ὀργάνωσε πανηγυρικές ἐκδηλώσεις καί σέ κλίμα θρησκευτικῆς ἔξαρσης οἱ Ἱερεῖς καί ὁ Ἀρχιερεύς τέλεσαν μέ μεγαλοπρέπεια τά Ἐγκαίνια τοῦ νέου Ναοῦ. Μέσα ἐκεῖ ἐφυλάσσοντο οἱ Πλάκες τῆς Διαθήκης, πού ἐνεχείρισε ὁ Θεός στόν Προφήτη Μωϋσῆ στό Ὄρος Σινά. Ἐκεῖ εὑρίσκοντο ἡ στάμνα μέ τό Μάννα, ἡ Τράπεζα καί ἡ Πρόθεση τῶν ἄρτων, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών, ἡ βλαστήσασα, καί ἡ ἑπτάφωτος λυχνία. Μέχρι σήμερα ὁ Ναός θεωρεῖται ἱερό Σύμβολο λατρείας τοῦ Θεοῦ καί παγκόσμιο προσκύνημα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ.

            Ἀργότερα,  στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης τό ὄντως κατοικητήριον τοῦ Ζῶντος Θεοῦ ἀναδεικνύεται τό ἱερό πρόσωπο τῆς Παναγίας μας, πού προσφέρει τόν ἑαυτό της στή διακονία τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτήρια τοῦ πεπτωκότος γέγους τῶν ἀνθρώπων. Γίνεται τό «μεθόριον», δηλ. τό σύνορο, μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, τό τέλος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Ναοῦ, τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, γιατί καθίσταται ἡ ἴδια Ἅγια Ἁγίων, θεία Σκηνή, ὅπου κατασκηνώνει ὁ αἰώνιος Θεός καί τιμᾶται πλέον ὥς ἔμψυχος Κιβωτός καί ἔμψυχος τοῦ Θεοῦ Ναός, «ὅπου κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολασ. 2,9).

            Ὁ συμβολισμός τοῦ ἑβραϊκοῦ νόμου, ὁ τύπος τῆς λατρείας καί ὁ ἐξαγνισμός, ταυτοποιεῖται στό ἱερό πρόσωπο τῆς Παναγίας μας. Ἐκείνη σηματοδοτεῖ τό τέλος τῆς ἐποχῆς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἐγκαινιάζει τήν ἀρχή τῆς Καινῆς, δηλ. τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς.

            Ἡ ἔμψυχος Κιβωτός, τό πανσεβάσμιο πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, μαρτυρεῖ τή χαραυγή τοῦ νέου κόσμου, τῆς νέας πνευματικῆς κατά Χριστόν ζωῆς, γιατί τά ἀρχαῖα παρῆλθαν καί ὅλα ἔγιναν καινούργια, «ἰδού καινά τά πάντα ποιῶ» (Αποκ. 21,5), κατά τόν θεῖο λόγο. «Παρῆλθεν ἡ σκιά τοῦ νόμου τῆς χάριτος ἐλθούσης» ψάλλομε καί ἐννοοῦμε τόν ἁγιασμό, πού πρώτη ἐβίωσε. ὡς ἄνθρωπος ἡ Κυρία Θεοτόκος. Ἔτσι ἡ Παναγία γίνεται ἡ «αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως». Ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του εἶναι ὁ θεϊκός ὀργανισμός, ἡ κεφαλή καί τά μέλη του σώματος, οἱ πιστοί, οἱ ἁγιάζοντες καί ἁγιαζόμενοι, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο. Γι᾽ αὐτό κάθε πιστός μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, καθίσταται Ναός καί κατοικητήριο τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Α´ Κορ. 3, 16-17).

            Ἀπό τά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ Θεός Πατέρας ἔδωσε δύο ὑποσχέσεις στόν Δαυίδ τόν Βασιλέα. Ἡ πρώτη ἀφορᾶ στό κτίσιμο τοῦ Ναού, πού τελικά πραγματοποίησε ὁ υἱός του ὁ Σολομῶν, καί ἡ δεύτερη, σέ ὅσους τηροῦν τόν Νόμο Του ὅτι θά κερδίσουν τήν αἰώνια βασιλεία, ἡ ὁποία πλέον δέν θά εἶναι κληρονομική καί διαδοχική, ὅπως ἦταν μέχρι τότε ἡ Ἰουδαϊκή βασιλεία. Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἦταν περίοδος μέ προτυπώσεις καί συμβολισμούς γιά τούς πιστούς, γιά νά προετοιμασθοῦν νά δεχθοῦν τήν Καινή Διαθήκη, τή Νέα Διαθήκη, τή παρουσία τοῦ Μεσσία ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Καί εἰς τοῦτο καθοριστικά συμβάλλει τό ἱερό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία φιλοξενεῖ στά σπλάχνα της τόν Μονογενῆ Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὡς ὑπόδειγμα ἁγιασμοῦ, ἀγάπης καί ἀταλάντευτης πίστεως στόν ἕνα Θεό, γιά νά ἀποκαλύψει στούς ἀνθρώπους τή νέα ζωή καί τήν αἰώνια Βασιλεία.

            Ἔτσι, πρώτη ἡ Παναγία καί ὕστερα κάθε πιστός, διά τῆς Θεοτόκου, μπορεῖ νά γίνει ἔμψυχος Ναός καί Τράπεζα, ὅπου θά ἐσθίεται ὁ θεῖος ἄρτος, ὁ Χριστός, ἡ τροφή τοῦ παντός κόσμου, τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας καί τό «ἀντίδοτον τοῦ ἀποθανεῖν», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος.

            Ἀκόμα, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ τώρα νά ζήσει τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ ἐγγεγραμμένο στήν καρδιά του, πού ἀπό πέτρινη, ὅπως οἱ Πλάκες τῆς Διαθήκης, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά μεταμορφωθεῖ σέ τόπο καί θρόνο, πού θά κατοικήσει ὁ Θεός. Ὅταν ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου φλέγεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τότε καί ὁ νοῦς του φωτίζεται καί προγεύεται ἤδη ἀπό αὐτήν τή ζωή τήν αἰώνια ἀνάπαυση καί σωτηρία.

            Μέ τήν ἐκλογή τῆς Θεοτόκου ὁ Θεός ἔδειξε ὅτι γιά θρόνο Του θέλει τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο καί ὄχι τά ἄψυχα κτίσματα. «Δός μοι, υἱέ  σήν καρδιάν» λέγει ἀπευθυνόμενος  στόν καθένα μας. Ὁ Θεός ζητᾶ τήν καρδιά μας γιά νά κατοικήσει σέ αὐτή. Γιά νά τήν καταστήσει θρόνο Του.     Ἡ Θεοτόκος ἄνοιξε τήν νέα ἐποχή τῆς ἱστορίας, ὅπου οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται νά προσφέρουν τόν ἐαυτό τους Θρόνο καί κατοικία τοῦ Θεοῦ. «Ὑμεῖς ναός Θεοῦ ἐστέ ζῶντος» ὑπογραμμίζει μέ ἔμφαση ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Β΄ Κορ.6.16). Ἀπό τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματός μας ἀναδειχθήκαμε κατοικητήρια τοῦ Θεοῦ, ναοί τῆς ζωοποιοῦ Χάριτος του Ἁγίου Πνεύματος.  Αὐτή ἡ καινούργιά σχέση μας μέ τό ζῶντα καί ἀληθινό Θεό δημιουργεί μιά διπλῆ ὑποχρέωση γιά ὅλους μας: πρώτον νά διατηροῦμε τόν ἐαυτό μας καθαρό ἀπό τόν ρύπο τῆς ἁμαρτίας καί δεύτερον νά ἀγωνιζόμεθα γιά τόν ἁγιάσμό του.

            Ὅπως ἡ Παναγία μας ἀνεδείχθη ὁ ἡλιοστάλακτος θρόνος τοῦ Κυρίου, δηλαδή πεντακάθαρος καί φωτεινός, ὅπως οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά διατηροῦμε τήν ψυχή καί τό σῶμα μας, τήν ὕπαρξη μας ὁλόκληρη, στήν ὁποία κατοικεῖ ὁ Θεός, καθαρή. Καθαρό τό σῶμα ἀπό ἁμαρτωλές πράξεις. Καθαρός ὁ νοῦς ἀπό πονηρούς λογισμούς. Καθαρή ἡ καρδιά ἀπό ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες.      Ἄνθρωπος, ἀδελφοί μου, ὑποταγμένος στήν ἁμαρτία, δοῦλος τῶν διαφόρων παθῶν, δέν μπορεῖ νά εἶναι θρόνος καί κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός κατοικεῖ μόνο σε καθαρές καρδιές καί ἁγνά σώματα. Μᾶς τό τονίζει ὁ ίδιος ὁ Θεός ἀπό αὐτήν ἀκόμη τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «Οὐ μή καταμείνῃ τό πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τόν αἰῶνα διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας» (Γεν. 6,3).

            Ὅμως δέν ἀρκεῖ μόνο ἡ ἀποχή ἀπό τήν ἁμαρτία γιά νά ἀναδειχθοῦμε κι ἐμεῖς κατοικητήρια καί θρόνοι, ὅπου θά ἐπαναπαύεται ὁ Θεός. Χρειάζεται καί ἡ θετική προσπάθεια τοῦ ἁγιασμοῦ. Δέν πρέπει νά ποῦμε ὄχι στήν ἁμαρτία μόνο.  Ὀφείλουμε νά ποῦμε ναί στόν ἀγῶνα τοῦ ἁγιασμοῦ. Ὕψιστος σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ὁ ἁγιασμός τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὁ χριστιανός ἁγιάζεται, ὅταν ζεῖ ὡς ζωντανό μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν μετέχει στά μυστήρια της. Ὅταν ἀναπνέει στήν ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας της. Ὅταν τρέφεται καί καθοδηγεῖται ἀπό τόν αἰώνιο λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο μελετᾶ. Ὅταν καθημερινά ἀγωνίζεται νά τηρεῖ τό Νόμο τοῦ Θεοῦ καί νά ὑπηρετεῖ τό καλό. Τότε μόνο ἀξιώνεται πραγματικά νά γίνει θρόνος καί κατοικητήριο του Θεοῦ.

            Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

            Τό τελευταῖο ἐπ᾽ Αὐτήν, δηλ. τήν Παναγία, μυστήριο, ἀναφέρουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, εἶναι ἡ ἔνδοξος Κοίμηση καί ἡ εἰς οὐρανούς μετάστασή Της, ἡ ὁποία νίκησε τῆς φύσεως τούς ὅρους, ὅταν ἄφησε στά χέρια τοῦ Υἱοῦ Της τή μακαρία ψυχή Της. «Τούς δοξάσαντάς μέ ἀντιδοξάσω» ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος. Καί εἴδαμε ὅτι ὁ Θεός ἐπαλήθευσε ἐπακριβῶς ὅλες τίς ἐπαγγελίες Του καί φανέρωσε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ὄχι μόνο τό δικό Του θεϊκό πρόσωπο, ἀλλά καί τό ἐξαγνισμένο καί θεοδόξαστο πρόσωπο τῆς Παναγίας μας. Αὐτή ἐγγυᾶται καί μεσιτεύει γιά τή σωτηρία μας, γιατί «πολλά γάρ ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου». Σ᾽ Αὐτήν ἀναφέρονται τῶν Προφητῶν οἱ ρήσεις καί τά αἰνίγματα, σ᾽ Αὐτήν οἱ προτυπώσεις καί τά χαράγματα τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἄς εὐχηθοῦμε, λοιπόν, Αὐτή καί σήμερα στά δύσκολα χρόνια πού διανύομε νά ἀκούσει τίς δεήσεις καί τίς παρακλήσεις ὅλων τῶν ἀδελφῶν μας, τῶν ποικιλοτρόπως δοκιμαζόμενων ἀπό τήν ἀδικία, τή φτώχεια, τή πτωχεία, τήν κατάρρευση τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἰδεολογιῶν, μά προπάντων ἀπό τήν ἀπογοήτευση καί τήν ἀπελπισία, πού δυστυχῶς, πολλές φορές ὁδηγεῖ στήν αὐτοκτονία.

            Ἄς μείνει σταθερή καί ἀταλάντευτη ἡ πίστη μας σ᾽ Αὐτήν, πού εἶναι ὁ Τόμος ὁ καινός τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου, πάνω στόν ὁποῖο γράφτηκε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ Πύλη τοῦ Ἰεζεκιήλ, ἡ πύλη τῆς σωτηρίας ὅλων μας, ἡ Μητέρα τῆς ὄντως ζωῆς. Τό ἀλατόμητον Ὄρος καί ἀμετάθετον τοῦ Δανιήλ, ἡ Ἄμπελος ἡ ἀληθινή τοῦ Ὠσηέ, τό Τεῖχος τό ἀδαμάντινο τοῦ Ἀμώς, ἀλλά καί ἡ ἀρραγής προστασία γιά ὅλους μας. Ἡ Κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος τοῦ Δαυίδ, ἡ Λαβίδα μέ τόν ἄνθρακα Χριστό τοῦ Ἠσαΐα, ὁ Θρόνος ὁ βασιλικός καί ἀγγελικός τοῦ Κυρίου Σαββαώθ, ἡ ὁλόφωτη Νεφέλη, ἡ ἀνθηφόρος Ράβδος καί ἡ χρυσῆ ἑπτάφωτη Λυχνία τοῦ Ζαχαρίου μέ τά χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

            Αὐτά γνώρισε, βίωσε καί ἀπέκτησε ἡ Παναγία μας. Αὐτά μποροῦμε καί ἐμεῖς σήμερα, ζῶντας τή μακραίωνη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατέρων καί τῶν προγόνων μας, νά κρατήσουμε ὡς ἱερά καί πολύτιμη παρακαταθήκη καί νά τήν παρακαλέσουμε ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί δική μας Μητέρα νά σώζει ἀεί τήν κληρονομία της καί νά προστατεύει τά παιδιά της.

Τῆς Ὑπεράγνου Μητρός ὑπέρ πάντων ὑμῶν δεόμενος

μετά πολλῆς ἀγάπης καί εὐχῶν.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

 † Ὁ Διδυμοτείχου, Ὀρεστιάδος καί Σουφλίου Δ α μ α σ κ η ν ό ς